θαλλῶν

θαλλῶν
θαλλός
young shoot
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Θαλλῶν — Θαλλός young shoot masc gen pl Θαλλώ fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θάλλων — Θάλλος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλλων — θάλλω sprout pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CADUCEUS — Mercurii virga fuisse dicitur, quâ ille ad dissidia, et discordias tollendas utebatur. (unde Caducifer dictus est) a cadendo sic vocata, quod contentiones et bella cadere faceret, nam quemadmodum per Faeciales bella indicebantur, ita per… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • RAMI — apud Virg. l. 5. Aen. v. 71. Et cingite tempora ramis: in colonarum olim usu. Nempe aut duo ramuli invicem nectebantur, ut in laurea corona, aut e fronde frondi su perinducta et consuta corona texebatur, ut in aliis coronis, aut unicô ramô… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ατάσθαλος — η, ο (AM ἀτάσθαλος, ον) απρεπής, ακόλαστος αρχ. αυθάδης, αλαζονικός, ανόσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά την επικρατούσα άποψη ο τ. αποτελεί πιθ. σύνθετο της λ. άτη. Δηλ. ατάσθαλος < άτας (αιτ. πληθ.) + θάλλων «αυτός που κάνει να αφθονούν… …   Dictionary of Greek

  • θάλλω — Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν μία από τις τρεις Ώρες, που ταυτιζόταν συμβολικά με την ανοιξιάτικη βλάστηση. Στο όνομά της ορκίζονταν οι έφηβοι της αρχαίας Αθήνας. * * * (AM θάλλω) 1. βλαστάνω, ανθώ, ευδοκιμώ (α. «σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που… …   Dictionary of Greek

  • θαλλογαμία — η τύπος γονιμοποίησης τών μυκήτων κατά τον οποίο η σύζευξη γίνεται μεταξύ θαλλών και όχι μεταξύ γαμετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλλός + γαμία (< γαμος < γάμος), πρβλ. επι γαμία, μονο γαμία] …   Dictionary of Greek

  • καλλιέργεια — I Το σύνολο των εργασιών που αφορούν την πρακτική της γεωργίας, δηλαδή όλες οι αναγκαίες εργασίες για την παραγωγή ορισμένων αγροτικών προϊόντων, οι οποίες αρχίζουν με την προπαρασκευή του εδάφους, συνεχίζουν με τη σπορά και ολοκληρώνονται με τις …   Dictionary of Greek

  • κηρύκειος — ο(ν) (ΑΜ κηρύκειος, ον) [κήρυξ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κήρυκα («κηρύκειον γράμμα», Σοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το κηρύκειο(ν) το ραβδί τού κήρυκα 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (νομ.) τα κηρύκεια η αμοιβή τού κήρυκα κατά την παλαιά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”